-
1 θρέομαι
A cry aloud, shriek, always of women,θρέομαι φοβερὰ μεγάλ' ἄχη A.Th.78
; elsewh. only in part.,μινυρὰ θρεομένας Id.Ag. 1165
;πάθεα μέλεα θρεομένα Id.Supp. 112
, cf. E.Hipp. 363;αὐτὴ θρεομένη σαυτῇ κακά Id.Med.51
(trim., elsewh. lyr.).—[voice] Act. only in Hsch. (I.-E. dhreu-, cf. θρο-έω, θρῦ-λος.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρέομαι
-
2 θρεομαι
стяж. θρεῦμαι (только praes., преимущ. part. praes.)1) (о жалобах, воплях) издавать, испускать(φοβερὰ μεγάλ΄ ἄχη Aesch.)
2) горько сетовать, тж. скорбно повествовать, оплакивать(κακά Eur.; πάθεα μέλεα Aesch., Eur.)
См. также в других словарях:
θρέομαι — (Α) ξεφωνίζω («θρέομαι φοβερά μεγάλ ἄχη», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς τον ενεστ. θρέ(F)ομαι < ΙE *dhreu o «γογγύζω, βοώ», απαντά στην Αρμενική αθέματος ενεστ. erdnum, αόρ. erdu ay «ορκίζομαι» < ΙΕ *dhru neu mi (πρβλ. αρχ. λατ. δeicō… … Dictionary of Greek